-
1 επαγγελια
ἥ1) заявление, обещание(ἐπαγγελίας ποιεῖσθαί τινι Polyb.)
γῆ τῆς ἐπαγγελίας NT. — обетованная земля2) требование, приказание, приказ(κατὰ τέν ἐπαγγελίαν Polyb.)
3) юр. эпангелия (требование докимасии для оратора, т.е. заявление о его отводе, обоснованное ссылкой на неблаговидные поступки) Aeschin., Dem. -
2 γή
η1) земля, земной шар;ο άξων της γής — земная ось;
ο φλοιός της γής — земная кора;
2) земля, почва, грунт;εύφορη γή — плодородная земля;
χέρσα γή — целина;
θηραϊκή γή — фарфоровая глина;
γή αργιλλώδης — глинистая почва;
γή αμμώδης — песчаный грунт;
3) земля, поле, участок земли; земельный участок;σπαρμένη γή — посевная площадь;
εργάτης γής — а) сельскохозяйственный рабочий; — б) батрак;
4) земля, территория, местность, страна;Σοβιετική γή — Советская земля;
5) земля, суша, материк;κατά γήν και κατά θάλασσαν — на суше и на море;
κατά γήν στρατιωτικές δυνάμεις — наземные войска;
§ μαύρη γή(ς) — ад;
άγνωστος γή — тёмный лес (для кого-л.), земли незнаемая (лат. терра инкогнита);
γή της επαγγελίας — земли обетованная;
αγαθά ( — или καλά) της γής — земные блага;
κατά γής — наземь, на землю;
όπου γής — в любой точке земного шара;
γήν ορώ — вот и конец мучениям;
τα κάνω γής Μαδιάμ — разрушить всё до основания;
κινώ γή και ουρανό — пустить в ход все средства; — сделать всё возможное;
δεν πατάει στη γή — а) ног под собой не чувствовать, быть вне себя от радости; — б) витать в облаках;
άνοιξε ( — или σκίστηκε) η γή και τον κατάπιε — он как сквозь землю провалился;
στον ουρανό το γύρευα και στη γή το βρήκα — погов. счастье с неба свалилось
-
3 παροικεω
1) жить рядом, обитать по соседству(πόλει Thuc.)
2) населять побережье(π. τέν Ἀσίαν Isocr.)
3) находиться рядом(αἱ πόλεις παροικοῦσαι Xen.)
4) переселяться ( в качестве чужеземца) -
4 επαγγελία
η обещание; обет (книжн.);§ γη της επαγγελίας — земля обетованная
-
5 γη
-
6 γης
-
7 επαγγελία
επαγγελία ηзавет, обет;ΦΡ.Γη της Επαγγελίας — Земля Обетованная – Ханаанская земля, которая была свыше назначенным уделом для Еврейского народа
См. также в других словарях:
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Εβραίοι — Αρχαίος σημιτικός λαός από τη Χαλδαία, που εγκαταστάθηκε κατά τα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ. στη Γη της Χαναάν. Η ονομασία του οφείλεται, κατά την παράδοση, στον Έβερ, απόγονο του Σημ, γιου του Νώε. Οι Ε. ονομάζονταν επίσης και Ισραηλίτες, όνομα… … Dictionary of Greek
Μωυσής — I Βιβλικό πρόσωπο. Προφήτης, νομοθέτης του εβραϊκού λαού και ελευθερωτής του από τη δουλεία στην Αίγυπτο. Σύμφωνα με τη διήγηση της Εξόδου, διέφυγε κατά θαυμαστό τρόπο τη διαταγή του Φαραώ για την εξολόθρευση όλων των παιδιών των Εβραίων· σώθηκε… … Dictionary of Greek
επαγγελία — η (Α ἐπαγγελία) [επαγγέλλομαι] 1. υπόσχεση, διαβεβαίωση 2. φρ. «γη τής επαγγελίας» η Χαναάν, η χώρα που υποσχέθηκε ο θεός στους Εβραίους («πίστει παρῴκησεν εἰς τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας ὡς ἀλλοτρίαν», ΚΔ) νεοελλ. φρ. α) «δημόσια επαγγελία» δημόσια… … Dictionary of Greek
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek
Λιβερία — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα Β με τη Σιέρα Λεόνε και τη Γουινέα, στα Α με την Ακτή του Ελεφαντοστού, ενώ στα Ν και στα Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό.Η Λ. είναι ένα τεχνητό κράτος στη δυτική Αφρική, που δημιουργήθηκε τον 19ο αι … Dictionary of Greek
Μάλι — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα ΒΑ με την Αλγερία, στα Α με τη Δημοκρατία του Νίγηρα, στα Δ με τη Μαυριτανία και τη Σενεγάλη και στα Ν με τη Γουινέα, την Ακτή του Ελεφαντοστού και την Μπουρκίνα Φάσο.Χώρα αποκλειστικά ηπειρωτική, χωρίς… … Dictionary of Greek
Πολωνία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Δ με τη Γερμανία και την Τσεχία, στα ΒΑ με τη Ρωσία και τη Λιθουανία, στα Α με τη Λευκορωσία και την Ουκρανία στα Ν με τη Σλοβακία, ενώ βρέχεται στα Β από τη Βαλτική θάλασσα.H Πολωνία καταλαμβάνει, στη… … Dictionary of Greek
γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… … Dictionary of Greek
χριστιανισμός — Θρησκεία που ιδρύθηκε από τον Ιησού Χριστό, της οποίας οι δογματικές και ηθικές αρχές θεμελιώνονται στο πρόσωπο και στη διδασκαλία του ιδρυτή της –όπως αυτή παραδίδεται στα βιβλία της Καινής Διαθήκης– καθώς και στην ιερή παράδοση της Εκκλησίας. Ο … Dictionary of Greek
Καλιφόρνια — I (California). Πολιτεία (411.047 τ. χλμ., 35.116.033 κάτ. το 2002) των ΗΠΑ στο νοτιοδυτικό τμήμα της χώρας, πρώτη σε πληθυσμό και τρίτη σε έκταση μετά την Αλάσκα και το Τέξας. Συνορεύει με τις πολιτείες Όρεγκον στα Β, Νεβάδα στα Α, Αριζόνα στα… … Dictionary of Greek